- γλωσσοκάτοχον
- γλωσσοκάτοχονtongue-depressorneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλωσσοκατόχῳ — γλωσσοκάτοχον tongue depressor neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκάτοχο — το (Α γλωσσοκάτοχον, το και γλωσσοκάτοχος, ον) το ουδ. ως ουσ. ειδική χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η γλώσσα και έλκεται προς τα έξω κατά τη γενική νάρκωση αρχ. επίθ. αυτός που συγκρατεί τη γλώσσα του, που ελέγχει αυτά που λέει … Dictionary of Greek